-
1 обручальный
обручальный: \обручальныйое кольцо η βέρα, η αρραβώνα* * *обруча́льное кольцо́ — η βέρα, η αρραβώνα
-
2 колыдо
колыд||о́с1. ὁ κρίκος, ἡ κρικέλλα / τό δακτυλίδι, τό ρουλό (для салфеток):сверну́ться \колыдоо́м κουλουριάζομαι, κουβαριάζομαι·2. (на пальце) τό δακτυλίδι:обручальное \колыдо ἡ βέρα. -
3 обручальный
обруч||а́льныйприл τοῦ ἀρραβώνα:\обручальныйальное кольцо ἡ βέρα, τό δαχτυλίδι τοῦ γάμου, ὁ δακτύλιος ἀρραβωνος. -
4 свадебный
επ.του γάμου• γαμήλιος•-ая песня το γαμήλιο τραγούδι, ο υμέναιος•
-ое платье νυφιάτικο φόρεμα•
-ое кольцо ο αρραβώνας, η βέρα, δαχτυλίδι της μνησ;τείας, η βεργέτα, το μνήστρο•
-ые подарки γαμήλια δώρα.
См. также в других словарях:
βέρα — (Αστρον.). Αστεροειδής που επισημάνθηκε στις 6 Φεβρουαρίου 1885. Τo αστρικό φωτογραφικό του μέγεθος στη μέση αντίθεσή του είναι 13,7 και σε απόσταση μιας αστρονομικής μονάδας από τη Γη και 9,7 από τον Ήλιο. * * * η το δαχτυλίδι του αρραβώνα.… … Dictionary of Greek
βέρα — η (λ. βενετ.), το δαχτυλίδι των αρραβώνων ή των γάμων με το οποίο επισημοποιείται η σχέση του ζευγαριού: Οι βέρες των γάμων τους ήταν διπλοί κρίκοι σε διαφορετικά χρώματα χρυσού … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Ζαβιτσιάνου, Βέρα — (Παλαιό Φάληρο 1934 –). Ηθοποιός του θεάτρου. Σπούδασε στη σχολή του Θεάτρου Τέχνης και, το 1954, εμφανίστηκε στο έργο Με τα δόντια, υποδυόμενη τη Σαμπρίνα. Η καριέρα της μοιράστηκε ανάμεσα στο κλασικό ρεπερτόριο και στην πρόζα σε δεκάδες… … Dictionary of Greek
Κομισαριέφσκαγια, Βέρα Φιοντόροβνα — (Vera Fyodorovna Komissarzhevskaya, Αγία Πετρούπολη 1864 – Τασκένδη 1910). Ρωσίδα ηθοποιός και διευθύντρια θεάτρου. Μόλις το 1891 αποφάσισε να ακολουθήσει τη θεατρική σταδιοδρομία, απέκτησε όμως γρήγορα μεγάλη φήμη ως ερμηνεύτρια του Σούντερμαν,… … Dictionary of Greek
Ζασούλιτς, Βέρα Ιβάνοβνα — (Vera Ivanovna Zasulich, Μιχαηλόφκα 1849 – Πετρούπολη 1919). Ρωσίδα επαναστάτρια. Η Ζ. φοίτησε στη Μόσχα και, αφού πήρε τον τίτλο της δασκάλας, επισκέφθηκε το 1868 την Πετρούπολη όπου γνωρίστηκε με μέλη του ρωσικού επαναστατικού κινήματος, με… … Dictionary of Greek
Βέζερ — (Weser). Ποταμός (790 χλμ.) της κεντρικής Ευρώπης, του οποίου η λεκάνη απορροής (46.000 τ. χλμ.) περιλαμβάνεται κατά μεγάλο μέρος στη Γερμανία. Εκβάλλει στη Βόρεια θάλασσα, δημιουργώντας ποταμόκολπο πλωτό ακόμα και για ποντοπόρα πλοία.… … Dictionary of Greek
Ισπανία — Επίσημη ονομασία: Βασίλειο της Ισπανίας Έκταση: 504.782 τ. χλμ. Πληθυσμός: 40.037.995 (2001) Πρωτεύουσα: Μαδρίτη (2.882.860 κάτ. το 2000)Κράτος της νοτιοδυτικής Ευρώπης, στην Ιβηρική χερσόνησο. Συνορεύει στα ΒΑ με τη Γαλλία και την Ανδόρα, στα Δ… … Dictionary of Greek
Αμερική — I (America) Μία από τις πέντε ηπείρους του πλανήτη μας· γεωγραφικά χωρίζεται σε τρία τμήματα, τη Βόρεια Α., την Κεντρική Α. (μαζί με τα νησιά της Καραϊβικής θάλασσας) και τη Νότια ή Λατινική Α. Πολιτικά, τα τελευταία χρόνια έχει επικρατήσει η… … Dictionary of Greek
Κούπερ, Γκάρι — (Gary Cooper, Μοντάνα 1901 – 1961). Αμερικανός ηθοποιός του κινηματογράφου. Γιος δικαστή, ο Κ., που τα πρώτα χρόνια έκανε διάφορες δουλειές, από πωλητής μέχρι και φωτογράφος, αποτελεί μία από τις αντιπροσωπευτικές ενσαρκώσεις του Αμερικανικού… … Dictionary of Greek
Liste des prénoms grecs — Sommaire 1 Origine des prénoms grecs 2 Attribution des prénoms 3 Fêtes 4 Transcription et translittération … Wikipédia en Français
αρραβώνας — (Νομ.).Είδος παρεπόμενης συμφωνίας που αποβλέπει να ενισχύσει και να εξασφαλίσει την εκπλήρωση της κύριας ενοχικής σχέσης. Η συμφωνία αυτή καταρτίζεται με την παράδοση ενός αντικειμένου (χρηματικού ποσού ή πράγματος που ενέχει οικονομική αξία),… … Dictionary of Greek